δροσίσω

δροσίσω
δροσίζω
bedew
aor subj act 1st sg
δροσίζω
bedew
fut ind act 1st sg
δροσίζω
bedew
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δροσίζω — δρόσισα, δροσίστηκα, δροσισμένος 1. ραντίζω με δροσιά, με δροσερό νερό, κρυώνω κάτι: Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου να το δροσίσω. 2. αμτβ., γίνομαι δροσερός: Θα βγούμε μόλις δροσίσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”